- βροντόφωνος
- -η, -ο (Μ βροντόφωνος, -φωνή, -φωνον)αυτός που έχει βροντερή φωνή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βροντόφωνος — η, ο αυτός που έχει βροντερή φωνή, βροντόλαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλίβρομος — ἁλίβρομος, ον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά σαν τη θάλασσα, βροντόφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + βρόμος «ισχυρός κρότος»] … Dictionary of Greek
βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… … Dictionary of Greek
εύφωνος — η, ο (Α εὔφωνος, ον και εὐφωνής, ές) 1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος 2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῡσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (για λύρα) αυτός που… … Dictionary of Greek
μεγαλόφωνος — η, ο (ΑM μεγαλόφωνος, ον) 1. αυτός που έχει δυνατή φωνή, βροντόφωνος 2. αυτός που μιλάει δυνατά αρχ. (ιδίως για ποιητές) μεγαλήγορος, μεγαλοπρεπής («ὁ μεγαλοφωνότατος Πίνδαρος», Αθήν.). επίρρ... μεγαλοφώνως και α (ΑM μεγαλοφώνως) με μεγάλη,… … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek
υψηλόφωνος — η, ο επίρρ. α αυτός που έχει υψηλή ή δυνατή φωνή, βροντόφωνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)